- παπυρολόγος
- ο, ηεπιστήμονας ειδικός στην παπυρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. papyrologist (< πάπυρος + -λόγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπυρολόγος — ο, η ειδικός επιστήμονας της παπυρολογίας: Υπάρχουν αρκετοί παπυρολόγοι στα ξένα πανεπιστήμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
Μάγερ, Πάουλ Μάρτιν — (Paul Martin Mayer, Αμβούργο 1866 – Βερολίνο 1935). Γερμανός παπυρολόγος και νομικός. Αφού στην αρχή ασχολήθηκε με πολύπλοκα προβλήματα της επιστήμης του δικαίου, από το 1900 αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην παπυρολογία, στην έδρα της οποίας… … Dictionary of Greek